- ηλεκτρομαγνητικές αντλίες
- Αντλίες χωρίς κινητά μέρη, που χρησιμοποιούνται για την κυκλοφορία αγώγιμων ρευστών –όπως τα μέταλλα– σε υγρή κατάσταση. To ρευστό μπορεί να κυκλοφορήσει μέσα σε έναν σωλήνα, ένα τμήμα του οποίου τοποθετείται ανάμεσα στους δύο πόλους ενός ηλεκτρομαγνήτη, με αποτέλεσμα να επιδρά στο ρευστό ένα ισχυρό μαγνητικό πεδίο. Αν μέσα από το ρευστό διαβιβαστεί συνεχές ηλεκτρικό ρεύμα, του οποίου η διεύθυνση είναι κάθετη προς τις δυναμικές γραμμές του μαγνητικού πεδίου, τότε εξασκείται σε αυτό μία δύναμη που το αναγκάζει να κινηθεί κατά μήκος του σωλήνα. Οι αντλίες αυτού του τύπου χρησιμοποιούνται για την κυκλοφορία του υγρού ψύξης (νάτριο ή κάλιο σε τηγμένη κατάσταση) στους ταχείς αναπαραγωγικούς πυρηνικούς αντιδραστήρες. Βλ. λ. αντλία.
Dictionary of Greek. 2013.